«Στην αρχή χρησιμοποιούσα τη βακέτα (μαυροκόκκινο δέρμα) για να φτιάχνω κερατζίδικα παπούτσια για αγωγιάτες, με πρόκες στις σόλες για να μη λιώνουν. Στη συνέχεια έφτιαχνα και ραφτά παπούτσια, που ήταν μόδα τότε να τα φορούν οι γαμπροί για να διαβούν το κατώφλι της εκκλησίας. Υπάρχουν και σήμερα λίγοι μερακλήδες που επιμένουν ακόμα να παραγγέλνουν ξώραφα παπούτσια. Τους αρέσει και πληρώνουν γι αυτό με ευχαρίστηση. Τα τελευταία χρόνια, όμως, τα έφερνα δύσκολα με αυτή τη δουλειά, επειδή βγήκαν τα βιομηχανικά παπούτσια και ανέβηκε πολύ η τιμή των δερμάτων. Από 30 δραχμές το κιλό που στοίχιζε παλιά το δέρμα, έφτασε τα 15 ευρώ και βάλε».
 
ΜΗΔΕΝ ΠΛΑΣΤΙΚΟ
Ο Λάκης Γκασδόγκας είναι τσαγκάρης στο Λιτόχωρο από το 1950. Έμαθε την τέχνη πριν ακόμα πάει φαντάρος και δεν σταμάτησε να την ασκεί ούτε μια μέρα, μέχρι πρόσφατα που πήρε σύνταξη. Το εργαστήριό του όμως το κρατάει ανέπαφο, μαζί με τα εργαλεία του. Τα παπούτσια που έφτιαχνε παλιά ήταν εκατό τοις εκατό από γνήσια δέρματα με μηδέν πλαστικό. Το 1965 χρέωνε 250 δραχμές το ζευγάρι και θεωρείτο φθηνός, επειδή αλλού πλήρωναν μέχρι και πεντακόσιες. Άλλαζε και σόλες με 50 δραχμές και γίνονταν καλύτερα από καινούργια τα παπούτσια. Στη συνέχεια, όμως, βγήκαν οι κόλλες, τα πλαστικά και η Στάνταρ Αλιμπέρτης, που έριξαν την τιμή του ζευγαριού στις 100 δραχμές. «Πού να αντέξουμε, ήταν μεγάλο το χτύπημα για μας. Από τριάντα τσαγκάρηδες που ήμασταν στο Λιτόχωρο μείναμε μόνο δύο κι αυτοί συνταξιούχοι». Ήταν πολλοί οι τσαγκάρηδες στο Λιτόχωρο, επειδή στα βραχώδη εδάφη και κακοτράχαλα μονοπάτια φθείρονταν εύκολα τα παπούτσια. Άλλωστε το χωριό πήρε το όνομά του κατά πάσα πιθανότητα από τη λέξη λιθόχωρον, που σημαίνει πετρότοπος. Ακόμα και ο αξιωματικός του γαλλικού πολεμικού ναυτικού Sonnini, ο οποίος επιχείρησε το 1780 να εξερευνήσει τον Όλυμπο από την πλευρά του Λιτοχώρου, έγραφε στο ημερολόγιο του: «Δύσκολο το περπάτημα, πέτρες και βράχια παντού. Πελώρια στρώματα στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο».
 
ΤΑ ΦΟΡΟΥΣΑΝ ΓΑΜΠΡΟΙ
Ο καλύτερος τρόπος για να καταλάβει κάποιος την κοινωνική εξέλιξη στο Λιτόχωρο είναι να ακούει τον Λάκη Γκασδόγκα να περιγράφει τα παπούτσια που έφτιαχνε κατά καιρούς: «Ξεκίνησα να φτιάχνω παπούτσια για αγωγιάτες, με πρόκες στις σόλες για να μη λιώνουν. Μετά ήρθε η μόδα με τα ραφτά παπούτσια, που φορούσαν οι γαμπροί και οι μόρτηδες. Τα τελευταία χρόνια, που φτιάχτηκαν ασφαλτοστρωμένοι δρόμοι και αλφαδιασμένα καλντερίμια, έβαζα ξυλόπροκες στα παπούτσια, καθώς δεν χρειάζονταν πλέον οι σιδερένιες. Ευτυχώς που στις ανηφόρες και κατηφόρες του χωριού έσπαγε πού και πού κανένα τακούνι, από κείνα τα θεόρατα που φορούν οι γυναίκες για να ψηλώνουν, και μου έπεφτε λίγη δουλειά». Ο Λάκης όμως δεν έκανε αγόρια για να μάθουν την τέχνη του και δεν άφησε σε κανέναν τη σκυτάλη. Ούτε κανείς άλλος έδειξε ενδιαφέρον να μάθει τη δουλειά. Στα τελευταία χρόνια οι νέοι του Λιτοχώρου στρέφονται στον τουρισμό και τις αντιπαροχές, επειδή εκεί τους οδηγεί η εξέλιξη. Δεν είναι, όμως, καθόλου λίγοι οι τουρίστες που προτιμούν το Λιτόχωρο για τα παραδοσιακά σπίτια του και τους αυθεντικούς τεχνίτες που διασώζουν παλαιά επαγγέλματα. Αν οι μεζονέτες συνεχίσουν να σκαρφαλώνουν στις πλαγιές του Ολύμπου, ίσως πληγεί ανεπανόρθωτα η γοητεία και η φήμη του ιστορικού αυτού χωριού.