Η ημέρα στο Άγιο Όρος ξεκινάει και τελειώνει στην εκκλησία, με τους μοναχούς να κινούνται σαν σκιές στο ημίφως και να ψέλνουν ύμνους που έχουν πλέον τελειοποιηθεί μετά από επαναλήψεις αιώνων. Στα μοναστήρια οι πατέρες εργάζονται σκληρά, για να ασκήσουν την πίστη τους, να φροντίσουν τα τεράστια και παμπάλαια οικοδομήματα, να θρέψουν αμέτρητα στόματα και να αφουγκραστούν τον πόνο και τη χαρά των χιλιάδων προσκυνητών.
 
ΤΑ ΣΗΜΑΝΤΡΑ ΚΑΛΟΥΝ
Οι καμπάνες και τα σήμαντρα, που ηχούν στο Άγιο Όρος πολύ πριν ξημερώσει, υπενθυμίζουν στους πιστούς ότι πρέπει να βιαστούν, γιατί έχουν πολύ δρόμο ακόμα να διανύσουν μέχρι να γίνουν καλοί άνθρωποι. Για την Ορθοδοξία βέβαια δεν είναι ποτέ αργά, ακόμα και ο ληστής, που ήταν σταυρωμένος δίπλα στο Χριστό, σώθηκε κυριολεκτικά στο νήμα. Επειδή όμως κανείς δεν γνωρίζει πότε ακριβώς θα τερματιστεί η δική του διαδρομή σ’ αυτή τη ζωή, οι καμπάνες τον καλούν «για καλό και για κακό» να λάβει έγκαιρα τα μέτρα του και να μην μεταθέτει τον δύσκολο αγώνα της προσωπικής του βελτίωσης για αργότερα. Όταν οι προσκυνητές ξυπνούν δεν καλλωπίζονται ούτε ξυρίζονται, αφού δεν υπάρχουν καθρέφτες κρεμασμένοι στους τοίχους. Τι να χρησιμεύσουν άλλωστε οι καθρέπτες; Για να δουν τις ρυτίδες στο δέρμα τους, που μαρτυρούν το πέρασμα του χρόνου; Αυτή είναι μια επιφανειακή εικόνα, που στο Άγιο Όρος δεν μετράει. Εκεί ο άνθρωπος αναζητεί τη μνήμη του ίδιου του εαυτού του, η οποία είναι γαντζωμένη με νύχια και με δόντια κάπου μέσα στην ψυχή του. Θέλει να σιγουρευτεί ότι παραμένει ο ίδιος και δεν έχει μετατραπεί σε κάποιον άλλο, πασχίζει να διασώσει την πρωτότυπη εικόνα του, που δεν έχει σχέση με την εξωτερική του εμφάνιση. Αναζητεί μια ευκαιρία, που φοβάται ότι μπορεί να είναι και η τελευταία. Η δημιουργική βιασύνη διέπει τα πάντα στο Άγιο Όρος, ακόμα και τη διαδικασία του φαγητού. Κατά τη διάρκεια των γευμάτων οι συνδαιτυμόνες τρώνε σχεδόν αστραπιαία και χωρίς να βγάλουν άχνα τα λιτά φαγητά. Το μόνο που ακούγεται είναι η σιγανή φωνή ενός μοναχού, που διαβάζει ευχές και παραινέσεις, καθώς και τα κουτάλια που χτυπούν στα τσίγκινα πιάτα. Όποιος δεν φάει γρήγορα θα μείνει νηστικός, γιατί το φαγητό δεν είναι απόλαυση, αλλά αναγκαία για την επιβίωση πράξη. Είναι, όμως, απολαυστικό το τελετουργικό που ακολουθείται και η τελική ευχαρίστηση είναι ανώτερη από τα συνηθισμένα κοσμικά φαγοπότια, όπου οι άνθρωποι τρώνε επί ώρες και φλυαρούν χωρίς ειρμό.
 
ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΚΛΕΙΝΟΥΝ
Οι πύλες των μοναστηριών του Αγίου Όρους κλείνουν από το απόγευμα, άσχετα αν έχει ή δεν έχει ακόμα νυχτώσει, και οι επισκέπτες καλούνται να αποσυρθούν στα κελιά τους. Εκεί βρίσκουν το κρεβάτι τους στρωμένο με σεντόνια και κουβέρτες και μια πετσέτα να κρέμεται στο προσκέφαλο. Η μόνη διακόσμηση είναι μερικές λιτές εικόνες και σταυροί κρεμασμένοι στους τοίχους, ενώ στις πόρτες δεν υπάρχουν κλειδιά. Καθώς πέφτει η νύχτα επικρατεί απόλυτη ησυχία. Όσοι δυσκολεύονται να κοιμηθούν μπορούν να μελετήσουν βιβλία με βίους ανθρώπων, που ξεπέρασαν τον εαυτό τους και έγιναν Άγιοι. Μέσα στη γαλήνη της αγιορείτικης νύχτας, ακόμα και οι ορθολογιστές έχουν τη διάθεση να πιστέψουν σε ιστορίες, που λίγες μέρες πριν θεωρούσαν υπερβολικές.